νεοκλασικός

νεοκλασικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τεχνοτροπία των έργων της εποχής από την αναγέννηση και μετέπειτα, στο νεοκλασικισμό: Νεοκλασική τέχνη. – Νεοκλασικός ρυθμός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νεοκλασικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νεοκλασικισμό ή αυτός που έχει δημιουργηθεί σύμφωνα με τις αρχές τού νεοκλασικισμού («νεοκλασική αρχιτεκτονική»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neoclassic (< νε[ο] + κλασικός). Η λ. μαρτυρείται από …   Dictionary of Greek

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… …   Dictionary of Greek

  • τσέστερ — (Chester). Πόλη (65.000 κάτ.) της Μεγάλης Βρετανίας στη δυτική Αγγλία, πρωτεύουσα της κομητείας Τσέσαϊρ. Ιδρύθηκε από τους Ρωμαίους στη θέση παλαιότερου κελτικού οικισμού, και έγινε ρωμαϊκή αποικία τον 1o αι. μ.Χ. με το όνομα Deva ή Devana Castra …   Dictionary of Greek

  • Ακουαπεντέντε — (Acquapendente). Πόλη (19.350 κάτ. το 2002) της επαρχίας Βιτέρμπο της Ιταλίας. Είναι γεωργικό και εμπορικό κέντρο. Στην περιοχή της καλλιεργούνται σιτηρά, ελιές και αμπέλια. Η Α. έπαιξε σημαντικό ρόλο στα αρχαία χρόνια και κυρίως στα μεσαιωνικά,… …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • Κόσσος, Ιωάννης — (Τρίπολη 1832 – Αθήνα 1878). Γλύπτης. Υπήρξε ο πρώτος σημαντικός γλύπτης της μετεπαναστατικής περιόδου. Μαθήτευσε στο Σχολείον των Τεχνών, που είχε ιδρυθεί την εποχή του Όθωνα στην Αθήνα, σπουδάζοντας αρχικά ζωγραφική και αργότερα γλυπτική με… …   Dictionary of Greek

  • Λευκός Οίκος — (White House). Συμβατική ονομασία της επίσημης κατοικίας του προέδρου των ΗΠΑ. Κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 1792 και 1800 στη σημερινή λεωφόρο Πενσιλβάνια 1600 της πρωτεύουσας της χώρας Ουάσινγκτον. Τα σχέδια εκπόνησε ο ιρλανδικής καταγωγής… …   Dictionary of Greek

  • νεκρική τέχνη — Το ταφικό μνημείο, έκφραση της ν.τ., ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους (ντολμέν, νουραγικά μνημεία κ.ά.). Τις διάφορες μορφές της ν.τ. κωδικοποίησε ο αιγυπτιακός πολιτισμός από την τρίτη χιλιετία π.Χ., κατασκευάζοντας ταφικά μνημεία, υπόγειους …   Dictionary of Greek

  • Οδησσός — I Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Ελληνική πόλη που είχε χτιστεί από Μιλήσιους αποίκους τον 6o αι. π.Χ. και γρήγορα εξελίχθηκε σε εμπορική. Μαζί με τις ελληνικές πόλεις Τόμι, Καλλατία, Μεσημβρία και Απολλωνία, αποτέλεσε την εκεί ελληνική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”